Διερεύνηση Γυναικείας Γονιμότητας
Δρ. Mαρίνα Δημητράκη
MD, MSc, MHA, PhD, EFOG-EBCOG, EFRM ESHRE/EBCOG
Αν. Κλινική Διευθύντρια EMBRYOLAB Fertility Clinic
Ένα χρόνο μετά από τακτικές σεξουαλικές επαφές και τη μη επίτευξη κύηση θα πρέπει να γίνεται διερεύνηση της γονιμότητας του ζευγαριού.
Ωστόσο το διάστημα αυτό γίνεται 6 μήνες εάν η γυναίκα είναι μεγαλύτερη των 35 ετών, εάν υπάρχουν διαταραχές περιόδου ή κάποιο άλλο γυναικολογικό πρόβλημα (παθολογία της μήτρας, των σαλπίγγων, ενδομητρίωση κλπ.) καθώς και κάποιο γνωστό πρόβλημα ανδρικής γονιμότητας.
Η διερεύνηση της υπογονιμότητας θα πρέπει να γίνεται στοχευμένα ώστε να καλύπτει όλους του σχετιζόμενους παράγοντες, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψιν και το κόστος των εξετάσεων διερεύνησης.
Σημαντική επίσης θεωρείται και η παράλληλη διερεύνηση της αναπαραγωγικής υγείας του άνδρα. Αρχική θέση θα πρέπει να έχουν εξετάσεις λιγότερο επεμβατικές, οι οποίες καλύπτουν τις συνηθέστερες αιτίες της γυναικείας υπογονιμότητας.
Το χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση των εξετάσεων διερεύνησης καθώς και η έκταση του εργαστηριακού ελέγχου θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την ηλικία της γυναίκας, τη διάρκεια της υπογονιμότητας, τις προτιμήσεις του ζευγαριού, τις ιδιαιτερότητες του ιατρικού ιστορικού τους καθώς και την κλινική εξέταση.
Τη σημαντικότερη θέση στη διαγνωστική διερεύνηση του υπογόνιμου ζευγαριού κατέχει η λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού και ιστορικού αναπαραγωγικής υγείας και η κλινική εξέταση. Με την κλινική εξέταση (υπερηχογραφικό έλεγχο) γίνεται εκτίμηση των ωοθηκικών αποθεμάτων σε ωάρια και ελέγχεται η εικόνα των έσω γεννητικών οργάνων για την παρουσία παθολογικών καταστάσεων που επηρεάζουν την αναπαραγωγική ικανότητα (ενδομητρίωση, ανατομικές παραλλαγές της μήτρας, αδενομύωση, φλεγμονή των σαλπίγγων κα).
Η καλή γνώση του ιατρικού ιστορικού καθώς και της γυναικολογικής κλινικής κατάστασης της γυναίκας θα βοηθήσουν στην επιλογή διενέργειας των απαραίτητων για το ζευγάρι εξετάσεων αλλά και στην οργάνωση και τον σχεδιασμό του πλέον κατάλληλου πρωτοκόλλου θεραπείας.
Σημαντική είναι η γνώση της κατάστασης των σαλπίγγων καθώς και η αντικειμενική εκτίμηση των αποθεμάτων των ωοθηκών σε ωάρια.
Η διαβατότητα και η κλινική εικόνα των σαλπίγγων όπως επίσης και η ανατομία της μήτρας ελέγχονται με την υστεροσάλπιγγογραφία.
Η εξέταση αυτή μπορεί να διενεργηθεί είτε με τη χρήση ακτίνων Χ σε ακτινολογικό εργαστήριο είτε με τη βοήθεια του υπερήχου και τη χρήση σκιαγραφικού αφρού (HyFoSy) από εκπαιδευμένο στη συγκεκριμένη εξέταση γυναικολόγο αναπαραγωγής.
To απόθεμα των ωοθηκών σε ωάρια εκτιμάται με τη βοήθεια του υπερηχογραφήματος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καθώς και με τον έλεγχο στον ορό του αίματος της ορμονης antimullerian (AMH). Η γνώση του αποθέματος είναι σημαντική ώστε να εκτιμηθεί πόσο εύκολα μπορεί με την κατάλληλη θεραπεία η συγκεκριμένη γυναίκα να παράξει αρκετά και καλής ποιότητας ωάρια.
Η εξέταση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για γυναίκες άνω των 35 ετών, σε αυτές που έχουν οικογενειακό ιστορικό πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας, όταν έχει προηγηθεί κάποιο χειρουργείο στις ωοθήκες ή υπάρχει μία μόνο ωοθήκη, σε γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία καθώς και σε αυτές που είχαν χαμηλή ανταπόκριση σε προηγούμενη θεραπεία υποβοήθησης αναπαραγωγής.
Βασική επίσης είναι και η διενέργεια όλων των εξετάσεων του προγεννητικού ελέγχου καθώς και ο έλεγχος και άλλων ορμονών. Σε αυτές περιλαμβάνονται ο έλεγχος της ορμόνης που αφορά τη θυρεοειδική λειτουργία (TSH) καθώς και της προλακτίνης (PRL), καθώς οι ορμόνες αυτές συσχετίζονται τόσο με την επίτευξη κύησης αλλά και με την καλή της εξέλιξη. Χρήσιμος είναι και ένας πιο εκτενής ορμονικός έλεγχος, ο οποίος θα περιλαμβάνει τις ορμόνες FSH, LH καθώς και τα ανδρογόνα, τεστοστερόνη, Δ4, DHEAS.
Η υστεροσκόπηση αποτελεί μια μικροεπεμβατική διαδικασία, κατά την οποία ελέγχονται και αντιμετωπίζονται παθολογίες της κοιλότητας της μήτρας, όπως πολύποδες, ανατομικές ανωμαλίες, ινομυώματα, συμφύσεις, φλεγμονές. Συχνά η υστεροσκόπηση αποτελεί μέρος των εξετάσεων πρώτης γραμμής στη διερεύνηση της γυναικείας αναπαραγωγικής υγείας.
Τέλος η λαπαροσκόπηση αποτελεί δεύτερης γραμμής εξέταση στα πλαίσια διερεύνησης. Με την λαπαροσκόπηση ελέγχεται χειρουργικά η γυναικεία πύελος για παθολογίες. Ωστόσο λόγω του κόστους και του ενδεχόμενου χειρουργικού κινδύνου συστήνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ανάλογα με το ιστορικό και τις ενδείξεις.
Καταλήγοντας, σε μια εποχή που έχουν τεθεί στη διάθεση του εξειδικευμένου γιατρού πληθώρα αποτελεσματικών εξετάσεων, σημαντική είναι η εξατομίκευση της διαγνωστικής διερεύνησης ανάλογα με το ιστορικό και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε γυναίκας.

